Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ

(Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ – ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)
Μόλις βγήκε έξω απ’την βάρκα την έδεσε και όλοι είδαν το μεγάλο ψάρι «Μπράβο μπράβο!!» του έλεγαν όμως κρίμα που δεν έμεινε τίποτα και γελούσαν. Ξαφνικά όμως σταμάτησαν καθώς κατάλαβαν ότι δεν ήταν αστείο πια αφού δεν θα είχε να ταΐσει τα δυο παιδιά και τον ίδιο. Έτσι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να δίνουν ψάρια στον άτυχο ψαρά απ’την δική τους ψαριά για να θρέψει τα παιδιά του. Έτσι μαζεύτηκαν αρκετά και όταν ξεκίνησε να φύγει του τα έδωσαν, ο γέροντας μόλις τους είδε να τον βοηθούν δάκρυσε και ευχαρίστησε τον Θεό γιατί για μια ακόμα φορά δεν τον άφησε να πεινάσει. «Μέγας είσαι κύριε σ’ευχαριστώ!» είπε και χαμογελώντας ξεκίνησε για την καλύβα.

Mόλις έφτασε τα δυο παιδιά κάθονταν δίπλα στην φωτιά και μόλις είδαν τον γέροντα Μανουέλ ένα χαμόγελο βγήκε αυθόρμητα απ’το πρόσωπο τους χαρούμενα που επέστρεψε σώος απ’την μανία της θάλασσας. «Τι όμορφο μυρίζει μέσα στο σπίτι Domingo;» αναφώνησε ο γέρο Μανουέλ «Η Μαρία μαγείρεψε σούπα χυλό και συγύρισε την καλύβα μας παππού!!» «Μπράβο παιδί μου να’σαι καλά!! Εγώ και ο μικρός σπάνια μας μένει χρόνος ν’ασχοληθούμε με δουλειές του σπιτιού είναι βλέπεις των γυναικών ασχολίες αυτά.» Έκατσε ο Δον Μανουέλ λοιπόν και έστρωσαν το τραπέζι να δειπνήσουν «Κάνε προσευχή μικρέ μου πρώτα να ευχαριστήσουμε τον Θεό για τα καλά που μας δίνει αλλά και για την υγεία που μας χαρίζει ο Πανάγαθος Θεός!!» Έτσι αφού προσευχήθηκαν και φάγανε όπως συνήθιζε ο γέρος να λέει μια ιστορία έτσι και τώρα ο μικρός ήθελε πολύ να τους πει μια ιστορία μα ο γέροντας ήταν κουρασμένος απ’το ψάρεμα στην θάλασσα και ήθελε να ξεκουραστεί… τα μάτια του βάραιναν απ’την κούραση και η ζέστη κοντά στο τζάκι έκανε τον γέρο ν’αποκοιμηθεί, «Καλό ύπνο να έχεις γέρο Μανουέλ» είπαν και τα δυο παιδιά και τον σκέπασαν να κοιμηθεί.

Την επόμενη μέρα ο ήλιος είχε βγει ψηλά και ζέσταινε με τις αχτίνες του όλο τον κάμπο αλλά και η θάλασσα ήταν πια γαλήνια είχαν κοπάσει οι άνεμοι και είχε γαληνέψει κι εκείνη, όλα ήταν τόσο όμορφα. Ήταν Γενάρης και οι αλκυονίδες μέρες βοηθούσαν για όποια υπαίθρια εργασία χρειαζόταν καλός καιρός, «Πάμε μια βόλτα στην παραλία;» είπε στον μικρό το κορίτσι «Nα μαζέψουμε όστρακα τώρα που είναι ήρεμη η θάλασσα;» «Και δεν πάμε!» είπε ο μικρός και ξεκίνησαν τα δυο παιδιά για την παραλία. Mόλις έφτασαν ήταν τόσο όμορφα τόσο ήρεμα κάθισαν σ’ένα ακρογιάλι και ο μικρός άρχισε να ρωτάει το κορίτσι για την ζωή του.

Μεγάλωσα σ’ένα μεγάλο σπίτι με πολλούς υπηρέτες και μεγάλη αυλή, οι γονείς μου κι εγώ ήμασταν ευτυχισμένοι δεν μας έλειπε τίποτε. Όλα ξεκίνησαν όταν πέθανε η μητέρα μου ένα χειμώνα και ο πατέρας μου παντρεύτηκε μια γυναίκα που δεν μας αγαπούσε αλλά μόνο τα λεφτά του. Έτσι όταν έφυγε ταξίδι μακριά ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά και πέθανε, η μητριά μου δεν με ήθελε στο σπίτι και με βασάνιζε. Ξόδευε πολλά λεφτά κι όταν χρεοκόπησε έμεινα μόνη κι απροστάτευτη σ’ένα ορφανοτροφείο όμως κι εκεί με κακομεταχειρίζονταν όπως κι όλα τα παιδιά και ένα βράδυ το έσκασα και βρέθηκα σ’εσάς… Δεν μ’ένοιαζε και πολύ τι θ’απογίνω και στο ίδρυμα πολλά παιδιά είχαν πεθάνει απ’την κακομεταχείριση. Είναι κάποιοι εκεί μέσα που δεν τους ενδιαφέρει η δουλειά τους παρά μόνο το τι κακό θα κάνουν στα ανήμπορα ορφανά. «Δεν θέλω να ξαναζήσω τον εφιάλτη του ορφανοτροφείου αδελφέ μου Domingo!!» είπε η Μαρία και την κοίταξε παράξενα ο μικρός ήταν η πρώτη φορά που τον είπε κάποιος «αδελφέ!!» Και ένα ρίγος διαπέρασε το μικρό αγόρι που ένιωσε την αγάπη αλλά και την ανασφάλεια της μικρής Μαρίας. Έγινε όμως ένα μικρό θαύμα ενώθηκαν απ’την δυστυχία δυο ορφανά παιδιά που τώρα πια ένιωθαν μεταξύ τους την αγάπη κάτω απ’την στοργική σκιά του γέρο Μανουέλ.

Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα και οι μέρες ησυχίας που περνούσαν στο φτωχικό νησί αντικαταστάθηκαν από μέρες φόβου και ανησυχίας. Ένας πόλεμος ξεκίνησε άνευ προηγουμένου και τα σύννεφα πολέμου σκίασαν τις ψυχές των ανθρώπων και τις ζωές τους που αν και φτωχοί και δύστυχοι περνούσαν την ζωή τους ειρηνικά ενώ τώρα είχαν ν’αντιμετωπίσουν και την φρίκη του πολέμου. Ο μικρός Domingo ήταν πια 20 ετών και ο γέροντας είχε γεράσει και τον φρόντιζαν τα δυο παιδιά που τώρα πια είχαν μεγαλώσει όπως και η Μαρία είχε γίνει μια όμορφη κοπέλα που κάθε φορά πήγαινε με τον Domingo στην αγορά συγκέντρωνε τα βλέμματα των νέων που λαχταρούσαν την ομορφιά της. Αν και ο Δον Μανουέλ πάντοτε συμβούλευε τα παιδιά να αποφεύγουν τις παρέες των ανδρών γιατί έκρυβαν κινδύνους για αυτούς. Τα παιδιά αγαπούσαν και άκουγαν πάντα τον πατέρα τους γιατί τα μεγάλωσε με κόπους και θυσίες και τα παιδιά το γνώριζαν καλά αυτό, ήξεραν τι σημαίνει να βγαίνεις στην θάλασσα με κίνδυνο της ζωής σου για να πιάσεις μερικά ψάρια για να ζήσεις. Ήταν φθινόπωρο όταν ξεκίνησε ο πόλεμος και όπως κάθε πόλεμος δεν υπήρχε δυνατότητα να μην επηρεάσει το μικρό νησί και τους κατοίκους του. Έφτασαν στρατιώτες που τους έστειλε η κυβέρνηση για να προστατεύουν τους ανθρώπους του νησιού αλλά και γιατί το νησάκι ήταν κατάλληλο για ανεφοδιασμό από θαλάσσης στην ξηρά, αυτό όμως κατάντησε μάστιγα για το νησί οι στρατιώτες ενίοτε μεθούσαν και παρενοχλούσαν τα κορίτσια του νησιού αν και οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν εντούτοις δεν γινόταν τίποτα λόγο πολέμου…

Ένα πρωινό λοιπόν καθώς η Μαρία με τον αδερφό της πήγαιναν να πουλήσουν στην αγορά την πραμάτεια τους τους παρενόχλησαν στο δρόμο οι στρατιώτες αν και τα παιδιά δεν τους προκάλεσαν εκείνοι έπιασαν και έδεσαν τον νεαρό Domingo και μετά γλέντησαν την ώρα τους με το κορίτσι. Kαθώς όμως γινόταν όλο αυτό το σκηνικό που αηδιάζει κάθε ηθική σε κάθε άνθρωπο εκείνη την ώρα περνούσε με το άλογο ένας αξιωματικός που στο παρελθόν είχε αγοράσει καλάθια απ’το νεαρό τότε παιδί Domingo… Μόλις είδε τι γινόταν αμέσως έριξε με το πιστόλι του στο αέρα για να τους φοβίσει και μόλις αυτοί τον είδαν φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Αμέσως κατέβηκε έλυσε το νεαρό παιδί και σήκωσε το κορίτσι ρωτώντας αν είναι καλά. Ήταν τώρα πια 40αρης ο αξιωματικός λοχαγός και με περήφανο ανάστημα υποσχέθηκε στα παιδιά ότι θα τιμωρηθούν για ότι έκαναν εκείνοι οι απερίσκεπτοι στρατιώτες όπως επίσης σύστησε στα παιδιά να προσέχουν περισσότερο γιατί στον πόλεμο δεν υπάρχουν κανόνες, τα πάντα είναι δυνατόν να συμβούν και γι’αυτό θα πρέπει να προσέχουν πιο πολύ.

Τα παιδιά τον ευχαρίστησαν αν και τα είχαν χάσει με όλο αυτό που τους συνέβη μα βρήκαν την ψυχραιμία τους και ξεκίνησαν για το φτωχικό τους σπιτάκι, ο Domingo στο δρόμο ένιωθε ντροπή που δεν μπόρεσε να υπερασπίσει την Μαρία και γι’αυτό ήταν σ’όλο το δρόμο σκεφτικός. Η Μαρία μ’ένα δακρυσμένο χαμόγελο του είπε «Mην κατηγορείς τον εαυτό σου αδερφέ μου δεν μπορούσες να κάνεις κάτι ήταν δέκα και ήμασταν δυο. Από εδώ και πέρα θα πηγαίνουμε απ’το δρόμο που παν και οι άλλοι δεν θα κόβουμε δρόμο είναι πια επικίνδυνο.» Συμφωνήσαν τα παιδιά όπως και ότι δεν θα πουν τίποτα στον γέρο Μανουέλ να μην τον στεναχωρήσουν.

Όταν έφτασαν στην καλύβα η Μαρία πήγε να ετοιμάσει το δείπνο τους και ο Domingo έμεινε με τον γέρο Μανουέλ. Ο σοφός γέροντας βλέποντας το νεαρό διαφορετικό απ’τις άλλες φορές κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί στα παιδιά, ρώτησε λοιπόν ιδιαιτέρως τον γιο του «Τι σου συνέβη παιδί μου; Τι έχεις και είσαι έτσι λιγομίλητος πες μου…» «Τίποτα πατέρα» απάντησε το αγόρι όμως ο γέρο Μανουέλ τα μεγάλωσε και γνώριζε πως κάτι απασχολούσε το γιο του κι ας μη του έλεγε τι, «Μήπως πέσατε σε τίποτα κλέφτες; Μήπως είδατε κάτι; Πες μου παιδί μου… Σας αγαπώ από μικρά και ξέρω ότι κάτι συμβαίνει» ένα δάκρυ κύλησε απ’τα μάτια του νέου και είπε στον πατέρα του για να τον ηρεμήσει, «Nα η Μαρία γλίστρησε στο δύσβατο μονοπάτι και κόντεψε να πέσει στον γκρεμό και εγώ φοβήθηκα πάρα πολύ αυτό είναι όλο πάτερα μην ανησυχείς!!…» Όμως ο γέροντας έκανε πως το πίστεψε ήξερε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί όμως τώρα άφησε τον γιο του και θα ρωτούσε κάπoια στιγμή την θετή του κόρη ίσως αυτή συλλογιζόταν και του έλεγε την αλήθεια.

To απόγευμα ο γιος ξεκίνησε για το λιμάνι πήγε για να διορθώσει κάποια δίχτυα που σκίζονταν πολλές φορές είτε γιατί ήταν παλιά είτε τα έσκιζε κάποιο μεγάλο ψάρι που ήταν δυνατό… και το βάρος του ήταν αδύνατο να το σηκώσουν. Έτσι έμεινε το κορίτσι σπίτι να κάνει τις δουλείες του σπιτιού. Ο γέρoς έβλεπε ακόμα και τώρα καταλάβαινε την συμπεριφορά και τον χαρακτήρα των παιδιών που ανάθρεψε, ήταν σχεδόν αδύνατο να τον κοροϊδεύσει κάποιος. Τόσα χρόνια ένας άνθρωπος σαν κι εκείνον είχε μάθει πολλά απ’τη ζωή. Είχε μάθει να «διαβάζει» τα σημάδια στο πρόσωπο κάποιου όταν έλεγε αλήθεια η ψέματα όμως ο γέροντας σκέφτηκε αφού ρώτησα το αγόρι και δεν μου είπε ίσως δεν θα’πρεπε να τα δυσκολεύει θέλοντας να μάθει κάτι που αυτά θέλουν να κρατήσουν μυστικό. Ίσως κάποτε μου μιλήσουν από μόνα τους όταν αυτά το θελήσουν. Τόσο καλή καρδιά είχε που δεν θα τους χαλούσε κανένα χατίρι όπως επίσης τα αγαπούσε εξίσου και τα δυο σαν να ήταν δικά του παιδιά και πολλές φορές πριν κοιμηθεί στην προσευχή του ευχαριστούσε το Θεό που του εμπιστεύθηκε αυτά τα παιδιά στην ζωή του…

«Μαρία, κόρη μου αγαπημένη σήμερα θα κατέβω στο μόλο αποθύμησα την βάρκα μου και την μυρωδιά της θάλασσας. Θα πάω μια βόλτα να δω και τον αδελφό σου» είπε στο κορίτσι και κατηφόρισε στο μονοπάτι που είχε περπατήσει τόσα πολλά χρόνια σχεδόν κάθε ήμερα όταν ο καιρός του επέτρεπε να βγει στην θάλασσα. Ήταν πολύ χαρούμενος που ξανά και πάλι θα πήγαινε να δει την θάλασσα να σκεφτεί και να θυμηθεί όλες αυτές τις περιπέτειες που έζησε στην αγαπημένη του όπως συνήθιζε να αποκαλεί την θάλασσα, τα ήσυχα βράδια, την νύχτα εκείνη που πάλεψε με το μεγάλο ψάρι και με τα κύματα, όλες εκείνες τις όμορφες αλλά και δύσκολες στιγμές στην θάλασσα. Ο γιος όταν είδε τον πάτερα να έρχεται ένιωσε μια χαρά κι ένα δάκρυ κύλησε απ’τα μάτια του βλέποντας τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε να ξαναέρχεται στην βάρκα στην αγαπημένη του θάλασσα.

«Καλώς τον» είπε ο νέος στον γέροντα, «Όμως πατέρα δεν έπρεπε να σηκωθείς ακόμα είναι νωρίς…» είπε ο νέος «Δεν μπορούσα άλλο γιε μου να κάθομαι σπίτι και να συλλογάμαι τη θάλασσα, μου έλειψε και ήθελα να την ξαναδώ πριν πεθάνω!!» «Εσύ να πεθάνεις πατέρα έχεις ζωή ακόμα μην συλλογάσαι έτσι!» «Κανείς δεν ξέρει το αύριο παιδί μου μόνο ο Πανάγαθος τα γνωρίζει όλα έτσι και τότε ήμουν μόνος αβοήθητος σχεδόν ερημίτης και ο καλός Θεός σας έφερε κοντά μου και ομόρφυνε τη ζωή μου» συγκινημένος ο γέρος κάθισε στην βάρκα και είπε στον γιο του «Δεν βάζεις από εκείνο το ποτό να πιούμε ένα ποτηράκι μαζί παιδί μου;» «Όπως αγαπάς πατέρα αλλά μόνο ένα δεν κάνει να πιεις πολύ» είπε ο νέος στον γέροντα, και του έβαλε να πιει «Πόσο όμορφα είναι εδώ παιδί μου ξεχνάς όλες τις έγνοιες και τις σκοτούρες είναι σαν βάλσαμο για την ψυχή και αυτό το δροσερό αεράκι να σε δροσίζει…» «Nαι πατέρα έτσι είναι κι εγώ δεν θα τη άλλαζα με τίποτα στον κόσμο αλλά θα’θελα να ταξιδεύσω στα λιμάνια όλου του κόσμου και να γνωρίσω νέα μέρη κι ανθρώπους, ίσως μετά τον πόλεμο αν το θέλει κι ο Θεός να το κάνω» είπε ο νέος. «Είσαι νέος παιδί μου έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου θα τα δεις όλα αυτά που θέλεις αρκεί να έχεις θέληση και θάρρος στην καρδιά σου και να είσαι πάντα ταπεινός. Μόνο οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι αξιώνονται απ’την χάρη του Θεού να δουν στην ζωή όμορφα πράγματα, οι υπερήφανοι και ψευτογενναίοι δεν καταφέρνουν τίποτα άξιο να τα θυμάσαι αυτά παιδί μου όπου κι αν είσαι και ο Θεός θα είναι πάντα μαζί σου.»

Και καθώς είπανε πολλά απ’την ζωή είχε περάσει κι η ώρα και ξεκίνησαν να γυρίσουν σπίτι πατέρας και γιος. Μόλις έφτασαν σπίτι το κορίτσι είχε στρώσει το τραπέζι και έκατσαν να δειπνήσουν. «Μαρία παιδί μου είμαι πολύ χαρούμενος και αν θα πεθάνω θέλω να είστε μαζί και αγαπημένοι όπως μέχρι σήμερα. H ζωή εκεί έξω είναι δύσκολη και κάθε λογής άνθρωποι θέλουν το κακό αν είστε ενωμένοι κι αγαπημένοι θα περάσετε κάθε δυσκολία όπως κι αυτός ο άσχημος πόλεμος που στερεί απ’τους ανθρώπους την ειρήνη και τα αγαπημένα πρόσωπα έτσι είναι και η ζωή ένας αδιάκοπος πόλεμος». Tα παιδιά τον αγαπούσαν και τον άκουγαν γιατί ήταν ο μόνος που νοιαζόταν για εκείνα, ήταν ο πατέρας που είχαν στερηθεί απ’τη ζωή όμως ο Θεός δεν αφήνει κανένα ορφανό παιδί, μονάχο κι αβοήθητο. Τα παιδιά έβλεπαν και ζούσαν μια ζωή δύσκολη με στερήσεις και βάσανα λόγο πολέμου όμως η αγάπη που είχαν μεταξύ τους τα βοηθούσε να ξεπεράσουν κάθε πόνο και δυσκολία. Η αγάπη είναι η μεγαλύτερη αρετή το πιο δυνατό συναίσθημα που δημιούργησε ο Θεός στον άνθρωπο άλλωστε ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη, αγάπη χωρίς όρια πέρα απ’τον ανθρώπινο νου, μια αγάπη που τίποτα σ’ολόκληρο το σύμπαν δεν έχει την ίδια δύναμη ν’αλλάζει τον άνθρωπο και να τον κάνει ίδιο με το Θεό.

O καιρός περνούσε και ο γέρος πέθανε, και όπως συμβαίνει πάντα στην ζωή ο θάνατος του άφησε στα παιδιά ένα μεγάλο κενό… Ήταν ο άνθρωπος που είχαν στη ζωή σαν πατέρα και δάσκαλο και τώρα θα ήταν μόνα να αποφασίζουν για την ζωή τους χωρίς την πνευματική καθοδήγηση του γέρο Μανουέλ, όμως η ζωή είναι έτσι. Τώρα πια όμως ήταν μεγάλοι και γνώριζαν πως να επιβιώνουν εκείνο που θα τους έλειπε θα είναι τα σοφά του λόγια… Ο πόλεμος έμοιαζε να τελειώνει και οι άνθρωποι έλπιζαν σε καλύτερες μέρες όμως μετά από κάθε πόλεμο η ζωές και οι περιουσίες των ανθρώπων καταστρέφονται και για να τις ξαναδημιουργήσεις χρειάζεται κόπος πολύς και θυσίες. Θυσίες που κάποιοι κάνουν και άλλοι προτιμούν τον εύκολο δρόμο της παρανομίας.

Έτσι λοιπόν ο νεαρός Domingo μεγάλος πια αποφάσισε με την αδερφή του να πάει να αναζητήσει την τύχη του στην πόλη και αν τα κατάφερνε να έπαιρνε μαζί του και την θετή αδερφή του Μαρία. Έπειτα από πολύ σκέψη αποφάσισαν τα παιδιά να το τολμήσουν και έτσι ένα πρωινό ο νέος πήρε το καράβι και πήγε στην πόλη να αναζητήσει δουλειά. Με δάκρυα στα μάτια η Μαρία τον αποχαιρέτησε είχε όμως στην καρδιά της την ελπίδα ότι ο αδερφός της δεν θα την ξεχνούσε… Όμως η ζωή σε κάθε πόλη χωρίς συγγενείς και φίλους να σε βοηθήσουν τον πρώτο καιρό είναι δύσκολη κι επικίνδυνη. Η Μαρία μόνη πια έπρεπε να ζήσει κι εκείνη μέχρι να φύγει με τον αδελφό της για αυτό πήγε και έπιασε στο μικρό χωρίο σ’ένα μπαρ δουλειά ως γκαρσόνα.

Ήταν πια νέα κι όμορφη και δεν περνούσε απαρατήρητη απ’τα βλέμματα των αντρών, σέρβιρε τους πελάτες και όπως σε κάθε τέτοια δουλειά πολλοί μεθούσαν και προκαλούσαν την όμορφη κοπέλα όμως αυτή τους απωθούσε με τον τρόπο της. Ήταν δύσκολη κι η δουλειά κι η εποχή… κάθε ξημέρωμα που σχολούσε απ’την δουλειά της σκεφτόταν τον αδερφό της και αν τα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα. Όμως στην πόλη όταν έφτασε ο νέος τον πλησίασαν άντρες της τοπικής μαφίας θέλοντας να του προσφέρουν βοήθεια με αντάλλαγμα διάφορα θελήματα συνήθως παράνομα. Ο νεαρός όμως είχε ανάγκη την βοήθεια τους κι έτσι υπέκυψε και συνεργάστηκε μαζί τους αυτό ήταν όμως και το λάθος του γιατί άπαξ και μπεις μέσα στην μαφία δεν σ’αφήνουν μετά να ξεφύγεις κι είσαι δέσμιος τους. Έτσι λοιπόν είχε μπλέξει ο Domingo και κάθε φορά που ήταν μόνος σκεφτόταν τον πατέρα του και όλες τις συμβουλές του και δάκρυζε μέσα του από συγκίνηση.

Ο καιρός περνούσε και ο νεαρός έμπαινε όλο και πιο βαθιά στην παρανομία κάνοντας διάφορα θελήματα για εκείνους από ναρκωτικά ως να χτυπάν ανθρώπους ζητώντας τους χρήματα ως προστασία, όσοι δεν έδιναν κατέληγαν νεκροί και με καμένη την περιουσία τους. Όλα αυτά έκαναν τον νεαρό να δυσανασχετεί πολλές φορές και να αντιδρά όμως πάντα του θύμιζαν τι θα πάθαινε αν ήθελε να ξεφύγει. Έτσι λοιπόν μετά από πολλή σκέψη ο νέος αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια να τους ξεφύγει και να γυρίσει πίσω στο αγαπημένο του νησί όπου μεγάλωσε και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή άλλωστε είχε δει και την ζωή στην πόλη που τον είχε οδηγήσει. Έτσι λοιπόν είπε ψέματα στα αφεντικά του ότι θα πάει στην διπλανή πόλη να δει κάποιον συγγενή του κι ότι θα ξαναγύριζε και έτσι ίσως τους παραπλανούσε και τους ξέφευγε όμως εκείνοι γνώριζαν τις προθέσεις του και τον παρακολουθήσαν. Όταν πήρε τα πράγματα του και τις οικονομίες του και πήγε να πάρει το καράβι τον σταμάτησαν και του είπαν ότι αν δεν τους ακολουθούσε θα τον σκοτώσουν.

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια που έκανε να ξεφύγει τρέχοντας τον πυροβόλησαν πισώπλατα κι έπεσε ο νέος στη θάλασσα. Αυτοί βλέποντας ότι δεν βγαίνει έξω τον θεώρησαν νεκρό όμως ο Domingo ήταν απλά βαριά τραυματισμένος κράτησε την αναπνοή του και έτσι κατάφερε να γλυτώσει έστω προσωρινά απ’τους μαφιόζους και λέω προσωρινά γιατί επειδή γνωρίζεις τις παρανομίες τους δεν σε αφήνουν ποτέ να φύγεις ζωντανός μόνο που τώρα τον είχαν για νεκρό. Πάλεψε απελπισμένα να βγει απ’την θάλασσα κι όταν τον είδε ένας γέρο ψαράς να χάνει τις αισθήσεις του τον πήρε σπίτι του και τον βοήθησε να γιατρευτεί.

Όταν ξύπνησε βρέθηκε σ’ένα δωμάτιο όπου νόμιζε ότι τον είχαν πιάσει πάλι όμως ο γέρο ψαράς του εξήγησε ότι τον είδε αιμόφυρτο και τον πήρε στην βάρκα του και στο σπίτι του, τον ρώτησε «Πως σε λεν νεαρέ;…» «Εεε!!» σκέφτηκε ο νέος τι να του πει φοβόταν γιατί δεν ήξερε τον ξένο που τον βοήθησε απ’την άλλη σκέφτηκε με βοήθησε αν κι ήμουν χαμένος ας πω την αλήθεια… «Domingo» λέγομαι απάντησε ο νέος. «Jose Μanoel Domingo;» τoν ρώτησε ο γέρος όμως ένα ρίγος διαπέρασε τον νέο που ήξερε ο γέρος το όνομα του «Ναι» είπε ξανά στον γέρο ψαρά κι εκείνος του είπε «Ο Δον Χοσέ Μανουέλ ήταν εξάδελφος μου. Εσύ λοιπόν είσαι γιος του;» είπε ο γέρο ψαράς «Είμαι θετός γιος του όμως τον αγαπώ σαν πάτερα μου εκείνος με μεγάλωσε σαν παιδί του όπως και την αδερφή μου Μαρία που ζει ακόμα στο νησί μας όπου μεγαλώσαμε. Εγώ ήρθα σ’αυτή την πόλη για μια καλύτερη ζωή κι έμπλεξα με αυτούς που με πυροβόλησαν γιατί ήθελα να φύγω πίσω στο χωρίο μου» είπε ο νέος στον γέρο ψαρά. «Με λεν Jose Rodriges» είπε ο γέρος στον νέο «Μην φοβάσαι εδώ θα είσαι καλά κι όταν αναρρώσεις μπορείς να φύγεις παιδί μου» του είπε κι αμέσως ο νεαρός ησύχασε, σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν μέσα στην ατυχία του όμως σκέφτηκε και πάλι τα λόγια του πατέρα του ότι ο Θεός δεν αφήνει κανέναν αρκεί να είναι ταπεινός στην καρδιά. «Σ’ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΕ ΜΟΥ!!» είπε ο νέος κι αποκοιμήθηκε.

 
Δίας

Δίας

Δημιουργήσαμε αυτόν τον ιστότοπο με αγάπη και διάθεση να προσφέρουμε σε όλους εσάς που ψάχνετε κάτι "διαφορετικό" με πολλή δόση αισθησιασμού ξεφεύγοντας απ'τα καθημερινά πρότυπα... Αλλά και ιστορίες διαφορετικές, με πολλή δόση μυστηρίου...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *