Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ

(Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ – ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Σ’ένα νησί στο Μεξικό υπήρχε ένας ψαράς, που προσπαθούσε να πιάσει ψάρια για να ζήσει αυτός και το μικρό αγόρι που μεγάλωνε από μια οικογένεια που είχαν πεθάνει όλοι και έμεινε το μικρό παιδί ορφανό. Έτσι λοιπόν ζούσαν μαζί εδώ και 3 χρόνια… Η χώρα ήταν πολύ φτωχή και μετά βίας τα έβγαζαν πέρα, κάθε πρωί ο γέρος ξεκινούσε με την φτωχική του βάρκα να ξανοιχτεί στο πέλαγος όπου υπήρχαν μεγάλα και διάφορα λογής ψάρια όπου έψαχναν κι εκείνα τροφή από μεγάλα σκυλόψαρα μέχρι μικρές αντζούγιες που ήταν η τροφή όλων των μεγαλύτερων ψαριών. Έτσι κάθε μέρα ήταν κι ένας αγώνας για επιβίωση ένας καθημερινός αγώνας για την ίδια τη ζωή!

Το αγόρι φρόντιζε με την σειρά του να βοηθάει στις δουλειές αλλά και να πουλά στην αγορά κάθε Σάββατο την πραμάτεια του που δεν ήταν άλλη από διάφορα μικρά και μεγάλα καλάθια που έπλεκε, όμως όπως κάθε μικρό παιδί λαχταρούσε να βρει λίγο ελεύθερο χρόνο για να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του και να τρέχει ξέγνοιαστα όπως ταιριάζει για παιδιά της ηλικίας του. Ήταν… μόλις 7 ετών και ήδη ένιωθε πως είχε περάσει ο χρόνος μέσα του νιώθοντας πιο μεγάλος απ’ότι ήταν. Και αυτό τον έκανε ένα ώριμο παιδί που αν και ήταν μικρός έκανε πράγματα που κάνουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία…

Είχε ήδη βραδιάσει και ο γέροντας έφτασε με την βάρκα του στο μικρό λιμανάκι όπου και την έδεσε «Καλώς τον» αναφώνησε ένας νεαρός ψαράς που μάζευε τα δίχτυα του… «Έπιασες τίποτα» του είπε ο νέος «Μόνο κάτι μικρές σουπιές» του απάντησε με βαριά και κουρασμένη φωνή… «Τα ψάρια είναι πολύ μακριά και εγώ εκεί που ψαρεύω δεν μπορώ να πιάσω κάτι μεγάλο..!! Αυτά μόνο τα λίγα και μικρά, πως να ζήσει κανείς με τόσα λίγα;» είπε ο γέροντας με μια απογοήτευση στην φωνή αλλά και στο βλέμμα του. Πέρασαν τα χρόνια από τότε που ήταν νέος και δυνατός και είχε κουράγιο και δύναμη να ελπίζει και να αγωνίζεται, οι δυσκολίες της ζωής που πέρασε του είχαν χαράξει με ρυτίδες το πρόσωπο αλλά και το σώμα του που κάθε μέρα αν και την αγαπούσε την θάλασσα και το ψάρεμα η σκληρή δουλειά τον είχε κουράσει πολύ, κάθε μέρα μετά το ψάρεμα όταν έφτανε στην φτωχική καλύβα ένιωθε όλο και πιο βαρύ και κουρασμένο το σώμα του. Ο μικρός Domingo τον αγαπούσε πολύ ήταν ο πατέρας που τον μεγάλωνε ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε στον κόσμο, και αν δεν τον έπαιρνε μαζί του θα ήταν μόνος και ποιός γνωρίζει πιο θα ήταν το μέλλον του. Έτσι ο μικρός συνήθιζε να τον φωνάζει παππού μιας και ήξερε ότι δεν ήταν πατέρας του.

«Τι ετοίμασες να φάμε για απόψε Domingo;» του είπε με κουρασμένη φωνή ο γέρος… «Κάτι λίγα χόρτα και λίγες τορτίγιες που μου έδωσε μια κυρία το πρωί στην αγορά» είπε το αγόρι. «Πάρε και αυτά τα λίγα ψάρια και καθάρισε τα να τα ψήσουμε για απόψε…» «Και για αύριο;» είπε το αγόρι. «Για αύριο μην σε νοιάζει ξεμείναμε ποτέ από τροφή; Έχει ο Θεός μικρέ μου Domingo ίσως οι άνθρωποι να έχουν σκληρή καρδιά μα όπως είδες όχι όλοι η κυρία σε έδωσε εκείνες τις τορτίγιες ξέροντας ότι δεν έχεις χρήματα να αγοράσεις. Ο Θεός είναι η ελπίδα των φτωχών και απελπισμένων μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό…» είπε με την κουρασμένη και βραχνή φωνή του ο γέρος στο μικρό παιδί. Έκατσαν και οι δυο μετά το φτωχικό τους δείπνο κάτω απ’τα αστέρια και καπνίζοντας την πίπα του όπως συνήθιζε ο γέρος έλεγε στον μικρό του διάφορες ιστορίες απ’την ζωή του στην θάλασσα.

Και έτσι λοιπόν οι μέρες κυλούσαν στο μικρό χωριό όπου ζούσαν ο γέρος και ο μικρός Domingo. «Πες μου μια ιστορία παππού Μανουέλ» είπε ο μικρός και τα μικρά ματιά του έλαμπαν γεμάτα αγωνία για την ιστορία που θα του έλεγε ο Μανουέλ. Είχε περάσει πολλά χρόνια στην θάλασσα και από μικρός κι εκείνος είχε δει και ακούσει απ’τους μεγαλύτερους ναυτικούς, ιστορίες της θάλασσας. «Ωωωω!!! Αυτή η πλανεύτρα αλλά και τόσο γαλήνια μαγευτική θάλασσα, που έχει τόσα μυστικά στα βάθη της που όσα και να έχει δει κανείς είναι λίγα…» είπε ο γέρος Μανουέλ.

«Ήμουν σ’ένα καράβι αλιευτικό και πηγαίναμε για ψάρεμα στις βαθιές θάλασσες» όπως είπε: «Πόσο βαθιές Μανουέλ;» ρώτησε ο μικρός. «Κανείς δεν έχει πάει τόσο βαθιά για να ξέρει Domingo» απάντησε ο γέρος «Εκείνο που ξέρω είναι ότι τα ψάρια που πιάναμε ήταν πάνω απ’ένα τόνο, πολύ μεγάλα μικρέ!! Πολλές φορές ήταν τόσο δυνατά που έσκιζαν τα δίχτυα και έφευγαν δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα τους όταν τα τραβούσαμε απ’το δίχτυ και ξεπρόβαλε η μεγαλοπρέπεια τους, μεγάλα πτερύγια ικανά να σκίζουν το νερό και το δέρμα τους, άλλοτε μπλε και άλλοτε πράσινο σαν σταυροφόροι έμοιαζαν με την πανοπλία τους έτοιμοι για μάχη, ναι ήταν τόσο όμορφα αλλά και ευγενικά. Μόλις τα βγάζαμε έξω σπαρταρούσαν και αγωνίζονταν να αναπνεύσουν ώσπου στο τέλος έγερναν στο πλάι και παραδίδονταν νικημένα… Όμως εκείνο που μου έμεινε ήταν το γενναίο βλέμμα στα μάτια τους σαν γενναίοι πολεμιστές που δεν φοβόταν το θάνατο… Μα το Θεό δεν θα το ξεχάσω ποτέ…» είπε. Και ρίχνοντας την ματιά του στον μικρό ο οποίος τον άκουγε να του λέει τόσες ιστορίες απ’το παρελθόν με τόση αγάπη και αγωνία να μάθει σαν όλα τα μικρά παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο και θέλουν να τα μάθουν όλα. Ο ύπνος έκανε το έργο του, είχε αποκοιμηθεί, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έβαλε στο κρεβάτι του «Κοιμήσου μικρέ μου» του είπε… «Κάποτε ίσως τα δεις και εσύ όλα αυτά κι ακόμα πιο μεγάλα» και τον σκέπασε με την κουβέρτα.

Ξημέρωσε και ο μικρός Domingo ξύπνησε απ’τις φωνές των φίλων του και θυμήθηκε την ιστορία που του είπε ο γέρος πάππους του και σκεφτόταν πως θα μεγάλωνε κάποτε και θα ζούσε κι εκείνος τις δίκες του περιπέτειες στη θάλασσα. Ποσό όμορφη και ονειρεμένη ήταν η θάλασσα, ποσά πλάσματα ζουν στα σπλάχνα της, ένας κόσμος ολόκληρος που περιμένει να τον ανακαλύψεις και να ζήσεις την ομορφιά του. Ας σηκωθώ και να πάω στην αγορά σκέφτηκε έμειναν λίγα καλάθια ίσως τα πουλήσω και πάρω κάποια χρήματα… Έτσι ντύθηκε φόρεσε τα τρύπια παπούτσια έβαλε το καπέλο και αφού φορτώθηκε τα καλαθάκια του έφτασε στην αγορά…κοιτώντας γύρω του έψαχνε να βρει μια θέση αλλά δεν έβρισκε είχε φτάσει αργά και οι πιο πολλοί είχαν πιάσει όλα τα πόστα. Ας καθίσω εδώ σε μια άκρη σκέφτηκε και ίσως περάσει κάποιος και αγοράσει ένα απ’τα καλάθια μου, έτσι και έγινε.

Ένας νέος ψηλός με όμορφα ρούχα πάνω στο άλογο του φαινόταν ότι ήταν πλούσιος απ’την εμφάνιση του έφτασε κοντά στο μικρό και τον ρώτησε που πέφτει το επόμενο χωριό «Πόσο μακριά είναι;» ρώτησε τον Domingo και ο μικρός του απήντησε «Είναι κοντά στην μια ώρα με τα ποδιά κύριε!» «Σ’ευχαριστώ! Πόσο κάνουν τα καλάθια σου;» «Δέκα πέσος το ένα κύριε» απάντησε ο μικρός «Θα τα πάρω όλα» είπε και τον πλήρωσε για όλα. Ο μικρός γεμάτος χαρά που ξεπούλησε πήρε κάποια πράγματα που χρειαζόταν και ένα ζαχαρωτό που λιγουρευόταν εδώ και καιρό και κατηφόρισε για την καλύβα όπου έμενε με τον παππού του. Όταν έφτασε στην καλύβα μια έκπληξη τον περίμενε, ακόμα μια κοπέλα με παλιά ρούχα και με εμφανή τα σημάδια της φτώχειας και της ταλαιπωρίας τον περίμενε έξω ζητώντας του κάτι να φάει μόνο που ο μικρός δεν είχε τίποτα εκτός απ’την πραμάτεια του. Της έδωσε αυτό το λιγοστό ζαχαρωτό που είχε και της είπε «Αυτό έχω μόνο και λίγο ψωμί δεν ήρθε ακόμα ο παππούς μου για να μαγειρέψει. Αν θες περίμενε ως το βραδάκι θα είναι εδώ και θα φέρει και λίγα ψαράκια για να τα μαγειρέψει να τα φάμε.» Η κοπέλα φανερά ταλαιπωρημένη και κουρασμένη δέχτηκε κι αμέσως άρχισε να συγυρίζει και να βοηθά τον μικρό στις δουλειές του σπιτιού.

Σε λίγες ώρες νύχτωσε κι όπως συνήθιζε πάντα εκείνη την ώρα έφτασε και γέρος Μανουέλ με την φτωχή του βάρκα με διάφορα ψάρια όλων των ειδών. «Αυτή τη φορά στάθηκα τυχερός έπιασα αρκετά και με όσα πούλησα αγόρασα και ψωμί με μέλι απ’τον έμπορα που έδωσα τα ψάρια…» «Μα ποια είναι αυτή η κοπέλα μικρέ Domingo;» ρώτησε ο γέρο Μανουέλ «Δεν την ξέρω καλά» είπε ο μικρός «Είναι πολύ φτωχή και περίμενε εδώ έξω ζητώντας μου φαγητό…» Χμμμ!!! Έκανε μια γκριμάτσα ο γέρο Μανουέλ… «Πως σε λένε; Aπό που ήρθες;» τη ρώτησε… Η κοπέλα φοβισμένη απάντησε «Maria Frakens Dolores λέγομαι και έρχομαι… Εεε!! Απ’το ορφανοτροφείο δηλαδή το έσκασα από κει όταν κάποιος προσπάθησε να μου ριχτεί να μου κάνει κακό» απάντησε η κοπέλα. «Δεν άντεχα άλλο τα βασανιστήρια και όσα γίνονταν εκεί μέσα σενιόρ Μανουέλ γι’αυτό έφυγα κρυφά χωρίς να με δουν.»

Ο γέρο Μανουέλ έριξε μια ματιά στο κορίτσι και το είδε αδύνατο σχεδόν γυμνό και κατάκοπο και το λυπήθηκε λέγοντας του «Μπορείς να μείνεις προσωρινά μέχρι να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για σένα θα ακούς και θα βοηθάς τον μικρό στις δουλειές…» «Σας ευχαριστώ πολύ κύριε δεν θα σας είμαι καθόλου βάρος μόνο μια μικρή γωνίτσα να κοιμάμαι κι ένα πιάτο φαγητό δεν θέλω τίποτα άλλο!!!» είπε στον γέρο Μανουέλ η μικρή κοπέλα και μ’ένα μικρό χαμόγελο έδειξε την ευγνωμοσύνη της για την μεγαλοψυχία του και ο μικρός που στην αρχή του φαινόταν περίεργη η κοπέλα τώρα ήταν χαρούμενος γιατί απέκτησε μια “Αδερφή” ένα φίλο και σύντροφο στην καθημερινότητα του που θα του συμπαραστεκόταν στις δύσκολες στιγμές αλλά το κυριότερο δεν θα ήταν πια μόνος τις ώρες τις ατελείωτες ώρες που έλειπε ο Μανουέλ καθώς πήγαινε σχεδόν καθημερινά για ψάρεμα και πολλές φορές ο μικρός Domingo παρακαλούσε το Θεό να επιστρέψει σώος απ’την θάλασσα που κάποιες φορές ήταν τρικυμιώδης και επικίνδυνη.

Έτσι λοιπόν ένα βράδυ μετά από λίγες ημέρες την περίοδο των βροχών καθώς ο γέρος ξεκίνησε το γνωστό καθημερινό αγώνα στην θάλασσα ανοίχτηκε με τη βάρκα του πολύ πιο μακριά απ’το συνηθισμένο μέρος όπου πήγαινε κι αυτό γιατί τώρα είχε να ταΐσει δυο στόματα κι έπρεπε να βγάλει ψάρια για να πουλήσει. Όταν ήταν μόνος με τον μικρό δεν τον ένοιαζε και τόσο αφού τις περισσότερες φορές δεν είχε να πουλήσει τίποτα. Αφού δεν έπιανε ψάρια τώρα εκεί πέρα απ’τον κάβο στα ανοιχτά η θάλασσα ήταν άγρια τα κύματα ακόμα πιο μεγάλα κι άγρια όμως «Όχι δεν θα φοβηθώ!» είπε και συνέχισε αν και η βάρκα παλιά και συντηρημένη δεν άντεχε και πολύ ήταν όμως γερό σκαρί και μέχρι τώρα τον είχε βγάλει ασπροπρόσωπο «Όχι όχι» μονολογούσε ξανά και ξανά «Δεν θα φοβηθώ!! Πρέπει να πάω πιο μακριά!» προσπαθώντας να ξεπεράσει τον ανθρώπινο φόβο του που είναι φυσικός και προειδοποιούσε τον γέρο για τον κίνδυνο που διέτρεχε αν πήγαινε πιο βαθιά, όμως αυτός συνέχιζε πέρασε το κάβο ακόμα και τα ψηλά απόκρημνα βράχια και όταν έφτασε εκεί που ήθελε έριξε τα αγκίστρια του και περίμενε να τσιμπήσει κάποιο μεγάλο ψάρι, σκεφτόταν τα δυο παιδιά που πεινούσαν και έπρεπε να τα θρέψει κι αυτό τον έδινε δύναμη να συνεχίσει.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και σαν ένιωσε το πρώτο τσίμπημα μετά λίγο πιο πολύ ώσπου η πετονιά τέντωσε τόσο πολύ που σχεδόν του έκοβε τα δάκτυλα, μια νότα χαράς που κάτι επιτέλους έπιασε και απ’το τσίμπημα μάλλον ήταν μεγάλο ψάρι. Αμέσως άφησε μπόσικα κι άλλο κι άλλο μέχρι να το κουράσει. Αυτό ανέβαινε μια καθώς κουραζόταν και μετά βουτούσε με δύναμη στα βαθιά. Έτσι αυτό συνεχίστηκε για πολλή ώρα μέχρι που ξεπρόβαλε έξω η μεγάλη μπλε ουρά του που καθώς την είδε ο Μανουέλ αναθάρρησε σκεφτόταν πόσο εντύπωση θα έκανε όταν το πήγαινε στην αγορά και θα έβλεπαν ένα τόσο μεγαλόπρεπο ψάρι, «Έλα καλό μου δεν θα σε πονέσω άλλο» είπε και σιγά σιγά το έσυρε στη βάρκα και τώρα το έβλεπε καλύτερα. Ήταν πάνω από δυο μέτρα και βάρος ίσα με εκατό κιλά «Πως θα το σηκώσω να το βάλω στην βάρκα δεν γίνετε, θα το σύρω» μονολογούσε «Όμως αν το σύρω θα μου επιτεθούν οι καρχαρίες και τίποτα δεν θα μείνει.»

Απ’την μια είχε να σκεφτεί την θάλασσα που όλο και αγριεύει και έπρεπε να ξεκινήσει για την στεριά. Σύντομα έδεσε με ένα χοντρό σχοινί το ψάρι απ’την ουρά και το έσερνε μέχρι το λιμάνι όμως δεν άργησαν να έρθουν οι πρώτοι καρχαρίες και άρχισαν με μανία να επιτίθενται στο ψάρι. Ο πρώτος έκοψε με τα κοφτερά του δόντια μια μεγάλη μπουκιά και το αίμα που έρεε στο νερό προσέλκυσε κι άλλους κι άλλους και έτσι όλη την νύχτα πάλεψε ο γέροντας τόσο με την θάλασσα όσο και με τα σκυλόψαρα ώσπου όταν με δυσκολίες έφτασε στο λιμάνι είχε απομείνει μόνο η ραχοκοκαλιά και η ουρά του ψαριού. Όμως αυτή ήταν η απόδειξη του μεγάλου ψαριού κι ήταν τόσο όμορφο με τα γαλάζια λέπια του μα τώρα είχε μείνει μόνο ο σκελετός του. Ένα δάκρυ κύλησε απ’τα μάτια του γέρο Μανουέλ για τον αγώνα που έκανε και δεν ανταμείφτηκε όπως περίμενε. Απ’την άλλη σκέφτηκε έτσι είναι η θάλασσα πότε θα έχει και πότε δεν θα βγάζεις τίποτε, το πιάτο του ψαρά είναι μια φορά γεμάτο και δέκα άδειο όμως σκεφτόταν τι θα φάνε τα παιδιά πως θα τα βγάλουν πέρα;

 
Δίας

Δίας

Δημιουργήσαμε αυτόν τον ιστότοπο με αγάπη και διάθεση να προσφέρουμε σε όλους εσάς που ψάχνετε κάτι "διαφορετικό" με πολλή δόση αισθησιασμού ξεφεύγοντας απ'τα καθημερινά πρότυπα... Αλλά και ιστορίες διαφορετικές, με πολλή δόση μυστηρίου...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *