Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ

(Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ – ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)
Όταν ξύπνησε πονούσε πολύ απ’το τραύμα του… «Μην φοβάσαι» του είπε μια κοπέλα «Ξεπέρασες τον κίνδυνο, ευτυχώς δεν σε βρήκε η σφαίρα σε ζωτικό σημείο και θα γίνεις γρήγορα καλά αρκεί να μείνεις στο κρεβάτι για λίγο καιρό…» «Μα ποια είσαι;» ρώτησε ο νέος «Είμαι η κόρη αυτού που σε έφερε εδώ» του είπε χαμογελώντας, «Και για καλή σου τύχη είμαι και νοσοκόμα σπουδάζω σε μια σχολή και του χρόνου παίρνω το πτυχίο μου.» «Σ’ευχαριστώ πολύ για ότι κάνεις εύχομαι ν’ανταποδώσω κάποτε» είπε στη κοπέλα και έδειξε την ευγνωμοσύνη του μ’ένα χαμόγελο.

«Ααα!! Βλέπω γνώρισες την κόρη μου» είπε μπαίνοντας ο γέρο Χοσέ «Πάω μια βόλτα σας αφήνω, εμείς οι γέροι δεν πρέπει να εμποδίζουμε τους νέους» και έφυγε αφήνοντας τους δυο νέους μόνους. «Σ’αρέσει η πόλη;» ρώτησε η κοπέλα… «Ωραία είναι όμως όπως βλέπεις δεν έχω και τις καλύτερες αναμνήσεις στο νησί όπου μεγάλωσα μπορεί να ήμασταν φτωχοί όμως είμαστε χαρούμενοι. Τις περισσότερες φορές είμαστε ικανοποιημένοι με τα λίγα» είπε στη κοπέλα ο Domingo «Όταν γίνω καλά θα επιστρέψω στο τόπο όπου μεγάλωσα και θα ζήσω εκεί…» «Δηλαδή τίποτα δεν σε κρατάει εδώ πια…» είπε η κοπέλα «Ο χρόνος θα δείξει κανείς δεν ξέρει το αύριο έλεγε ο πατέρας μου μόνο ο Θεός.» «Ναι έχεις δίκιο έτσι είναι» είπε το κορίτσι στον Domingo, «Θα μου κάνεις μια χάρη να πας αυτό το γράμμα στο ταχυδρομείο είναι για την δικούς μου να μην ανησυχούν» είπε κι έδωσε το γράμμα στη κοπέλα «Μήπως είναι επικίνδυνο να στείλεις αυτό το γράμμα σίγουρα θα παρακολουθούν αυτοί που σε χτύπησαν, ίσως να περίμενες λίγο ακόμα…;» «Χμμ!! Δεν έχεις άδικο είναι αδίστακτοι, καλά θα το κρατήσω και θα πάω ο ίδιος όταν γίνω καλά όμως θ’ανησυχεί η αδερφή μου.»

Ο καιρός περνούσε και ο νέος έγινε καλά και ήθελε να γυρίσει πίσω όμως στο διάστημα που έμεινε στο σπίτι του θείου του ερωτεύθηκε την κόρη του γέρο Χοσέ. Ήταν μια όμορφη μετρίου αναστήματος κοπέλα με σγουρά μαλλιά μελαχρινή με πλούσια κάλλη κι όπως ήταν αναμενόμενο την αγάπησε ο νεαρός όπως κι εκείνη ερωτεύτηκε εκείνον μόνο που δεν το έδειχνε ποτέ. Περίμενε απ’εκείνον να δείξει ενδιαφέρων για εκείνη όπως είναι και το σωστό σύμφωνα με τους κανόνες όμως πολλές φορές οι άνθρωποι σπάνε στην κυριολεξία τους κανόνες όταν αγαπάνε παράφορα έτσι και το πάθος των δυο νέων δεν άντεξε πολύ. Όταν ένα βράδυ μετά το δείπνο βγήκαν για μια βόλτα έξω στην αυλή του σπιτιού ο Domingo πήρε στη αγκαλιά του την κοπέλα και τη φίλησε με πάθος εκείνη αφού τον αγαπούσε δεν αντιστάθηκε καθόλου αλλά ενέδωσε με πάθος. «Σ’αγαπώ Σοφία θέλεις να με παντρευτείς;» τη ρώτησε σχεδόν ξέροντας την απάντηση που δεν ήταν άλλο απ’το «Ναι… κι εγώ σ’αγαπώ Domingo.»

Κι έτσι εκείνο το βράδυ αποφάσισαν οι δυο νέοι να είναι πάντα μαζί στη ζωή και στο θάνατο. Το επόμενο πρωί ο Domingo έπρεπε να φύγει αποχαιρέτησε τους ανθρώπους που τον περιέθαλψαν και υποσχέθηκε στην κοπέλα που αγαπούσε ότι θα γύριζε να την παντρευτεί. Έφυγε όμως κρυφά το βράδυ υπό το φόβο αυτών που τον κυνηγούσαν που αν και τον είχαν για νεκρό παρακολουθούσαν κάθε μέρος όπου σύχναζε μήπως και τον έβρισκαν κρυμμένο, γι’αυτό έπρεπε ο Domingo να προσέχει πολύ αν τον έβλεπαν θα τον κυνηγούσαν μέχρι να τον σκοτώσουν και να βεβαιωθούν ότι δεν ζει πια. Μιας και φοβόταν για τα όσα γνώριζε για αυτά που έκαναν, τις παρανομίες, τα ναρκωτικά, τα λεφτά των μαγαζατόρων μέχρι και τις πόρνες που πουλούσαν στα μαγαζιά και κάθε λογής παράνομες πράξεις για τις οποίες αν μαθευόταν θα λογοδοτούσαν στο νόμο. Μπήκε λοιπόν κρυφά στο καράβι ενός φίλου του θείου του και το επόμενο πρωινό έφτασε στο όμορφο νησί όπου μεγάλωσε.

Μόνο που αφού έφτασε τον περίμεναν πολλές εκπλήξεις δυσάρεστες μιας και είχε αρκετό καιρό που έλειπε. Όταν έφτασε συνάντησε έναν ταβερνιάρη που τον ήξερε από μικρό κι όμως τώρα που πέρασαν τόσα χρόνια δεν τον αναγνώρισε καθόλου γιατί άλλαξε σε όψη, στα ρούχα που φορούσε ακόμα και στην συμπεριφορά τόσο πολύ είχε αλλάξει ο νέος στη πόλη. Εκείνο όμως που δεν άλλαξε ποτέ ήταν η αγάπη που είχε για τον τόπο του για τους δικούς του ανθρώπους, αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει ποτέ είναι σαν να είναι σφραγισμένο μέσα στην καρδιά σου κι όσο χρόνος και βάσανα περάσουν από πάνω σου μένει πάντα ίδιο.

«Τι κάνει η Μαρία η κόρη του γέρο Μανουέλ;» ρώτησε λοιπόν τον ταβερνιάρη ο Domingo… που τώρα κι εκείνος ήταν πολύ μεγάλος και δεν άκουγε και πολύ καλά ούτε επίσης έβλεπε απ’τα χρόνια που είχαν περάσει, «Μα ποιος είστε; Και γνωρίζετε τόσο καλά τον γέρο Μανουέλ;» ρώτησε ο ταβερνιάρης τον Domingo «Ένας παλιός φίλος που στο πόλεμο ήμουν εδώ στρατιώτης» είπε δικαιολογώντας τον εαυτό του «…Ααα!! Κατάλαβα. Σαν όλους εκείνους που μας τυραννούσαν τόσα χρόνια» είπε μέσα του ο γέρο ταβερνιάρης «Δεν θα του πω τίποτε άλλο… Δεν γνωρίζω τίποτε άλλο σενιόρ» είπε κι έφυγε από κοντά του δείχνοντας την αντιπάθεια του σ’όσα υπέφεραν απ’τους στρατιώτες στον πόλεμο. Από μακρυά του φώναξε «Η κόρη του γέρο Μανουέλ τώρα έγινε πόρνη, κάθε βράδυ δουλεύει σ’ένα μπαρ για να ζήσει αυτά κάνατε εσείς οι στρατιώτες στον πόλεμο.»

Πήγε σ’ένα εγκαταλειμμένο σπιτάκι στην άκρη του νησιού και έμεινε εκεί προσωρινά μέχρι να δει τι θα έκανε με την αδελφή του, πως θα τη έπαιρνε μαζί του μακρυά απ’την αμαρτωλή ζωή που έκανε. Έτσι το επόμενο βράδυ πήγε στο μπαρ όπου δούλευε η Μαρία και έκατσε σ’ένα τραπέζι μόνος. Δεν άργησε πολύ και μια κοπέλα τον πλησίασε να την κεράσει ένα ποτό όπως συνηθίζετε στα μπαρ. Ο νέος την κέρασε και την ρώτησε πότε θα έρθει η Μαρία εκείνη του είπε ότι θα έρθει σε λίγο όπως κι έγινε. Μόλις την είδε ο Domingo της έκανε νόημα να έρθει κοντά του κι η κοπέλα πήγε μη αναγνωρίζοντας από μακρυά ποιος είναι όταν όμως ήρθε κοντά του στάθηκε ακίνητη και ανέκφραστη ξεσπώντας σε γέλια «Καλώς τον τον άφαντο!!!» Δεν πρόλαβε να πει κι άλλα κι ο Domingo την πήρε αγκαλιά, την έβγαλε έξω απ’το μπαρ και της είπε να πάνε στο σπίτι τους.

Η Μαρία όμως του είπε ότι δεν έχει αυτό το δικαίωμα γιατί την εγκατέλειψε και τώρα είναι πια μόνη κι αβοήθητη και πως το κακό είχε πια γίνει και δεν αλλάζει τίποτα πια. «Που ήσουν τόσο καιρό όταν σου έγραφα και δεν μου απαντούσες; Όπως είδες αυτό το έκανα για να ζήσω αν και πολλές φορές ευχόμουν να πεθάνω γιατί σιχαινόμουν αυτό που έκανα…» «Αδελφή μου Μαρία» της είπε «Συγχώρεσε με είναι όλα δικά μου τα λάθη δεν έπρεπε να φύγω μακρυά σου όμως τώρα αυτά έγιναν. Στην πόλη που πήγα έμπλεξα με κακές παρέες και δεν μπορούσα, δεν με άφηναν να φύγω αν και πολλές φορές προσπάθησα να φύγω δεν με άφηναν ποτέ μόνο. Όταν με πυροβόλησαν και με νόμιζαν νεκρό κατάφερα να τους ξεφύγω με περιμάζεψε ένας γέρος απ’την θάλασσα όπου έπεσα κι αν δεν ήταν αυτός δεν θα ζούσα τώρα. Μάλιστα αργότερα έμαθα ότι ήταν αδερφός του πατέρα μας, έμεινα για λίγο καιρό κοντά τους κι όταν έγινα καλά πήρα το πρώτο καράβι κι ήρθα. Ίσως κάπως αργά αλλά αφού είμαστε μαζί ξανά δεν είναι πια αργά μπορούμε να κάνουμε μια νέα αρχή αρκεί να το θέλεις κι εσύ…»

Η Μαρία τον άκουγε με προσοχή όσα της είπε κι όταν τέλειωσε του είπε «Αγαπημένε μου αδερφέ είσαι πια ότι έχω στον κόσμο κι αν ακόμα με άφησες κι υπέφερα εγώ σ’αγαπώ και το ξέρεις όμως το παρελθόν θα μας κυνηγάει πάντα γι’αυτά που έχουμε κάνει κι εσύ κι εγώ κι δεν θα έχουμε ποτέ ξανά την αθωότητα που είχαμε παλιά γι’αυτό άσε με έμενα τώρα είμαι πια μια πόρνη κι αυτό με έχει σημαδεύσει τη ζωή, για ν’αλλάξω ζωή θα πρέπει να φύγω μακρυά απ’εδώ αλλά δεν έχω που να πάω πια» είπε στο Domingo γεμάτη δάκρυα στα μάτια. «Όχι δεν θα σε αφήσω πια τώρα που σε ξαναβρήκα θα σε πάρω μακρυά απ’εδώ αρκεί να το θέλεις κι εσύ Μαρία» της είπε «Το θέλεις πες μου…» αυτή τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε «Μα που θα πάμε εδώ είναι το σπίτι μας…» «Έχω κάποια χρήματα θα πάμε στο εξωτερικό στην Αμερική εκεί δεν θα μας κυνηγήσει κανείς, τώρα πια δεν είμαι μόνος έχω και μια κοπέλα που την αγαπώ όπως κι εκείνη, θα την πάρουμε κι αυτή και θα φύγουμε μακρυά απ’όλα αυτά που μας βασανίζουν, θα κάνεις λίγο ακόμα υπομονή καλή μου Μαρία και σύντομα όλα θα τελειώσουν» «Μα Domingo δεν ξέρω αν μπορώ να σ’αφήσω πάλι την τελευταία φορά που έφυγες…» «Μαρία ξέρω τι θέλεις να πεις ησύχασε τώρα κι εγώ είμαι κυνηγημένος απ’την μαφία δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο πια πρέπει να φύγουμε απ’εδώ το συντομότερο αλλιώς αν μας ανακαλύψει η μαφία θα μας σκοτώσουν όλους. Κάνε λίγη ακόμα υπομονή και σου υπόσχομαι ότι θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου…» «Εντάξει αδελφέ μου να ξέρεις ότι θα σε περιμένω… μην με ξεχάσεις!»

Αυτά είπε η Μαρία στον Domingo κι εκείνος έφυγε εκείνο το βράδυ μυστικά με την υπόσχεση που της είχε δώσει ότι θα ξαναγυρίσει. Ο καιρός περνούσε ο νέος άντρας πια είχε να σκεφτεί και την κοπέλα που αγαπούσε αλλά και την αδελφή του όλα αυτά τον έκαναν ακόμα πιο αποφασιστικό και πιο τολμηρό, ήξερε πως έπρεπε να πετύχει δεν είχε περιθώρια για άλλες αποτυχίες άλλωστε δεν θα άντεχε κανείς τους άλλη αποτυχία, αυτά όλα τριγύριζαν συνεχώς στη σκέψη του. Όταν έφτασε τα ξημερώματα στην πόλη πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του όμως μια έκπληξη τον περίμενε εκεί ενώ πήγαινε για τους γνωστούς λόγους. Κρυφά είδε την αγαπημένη του Σοφία να είναι στην αγκαλιά κάποιου άλλου άντρα πράγμα που πλήγωσε αφάνταστα τον νεαρό άντρα δεν πίστεψε ότι όλα όσα του έλεγε η κοπέλα του ήταν ψέματα η τουλάχιστον είχε βρει κάπoιον ενώ εκείνος έλειπε έπρεπε να μάθει γι’αυτό κοντοστάθηκε και περίμενε μήπως ήταν κάτι άλλο κι όχι αυτό που νόμιζε…

Αποφάσισε να τη ρωτήσει όμως ενώ σκεφτόταν αυτά ένα φιλί καυτό στο στόμα ήταν η επιβεβαίωση που περίμενε «Όχι δεν θα της μιλήσω» είπε από μέσα του «Αυτό που είδα μου φτάνει άλλωστε καλύτερα έτσι πάρα να γινόταν αργότερα θα ήταν πιο επώδυνο» όμως σκέφτηκε πως θα έπρεπε να την μιλήσει να δει την στάση της ίσως κάτι να έκανε λάθος. Έτσι αποφάσισε να της μιλήσει πριν φύγει οριστικά. Περίμενε υπομονετικά και όταν βράδιασε καλά πήγε και κοντοστάθηκε έξω απ’το παραθύρι της φωνάζοντας σιγανά το όνομα της. Μόλις τον άκουσε η κοπέλα χάρηκε πολύ «Ωωω!!! Αγαπημένε μου Domingo ήρθες, είσαι καλά;» Όμως ο νέος την κοιτούσε παράξενα προσπαθώντας να καταλάβει αν τον αγαπούσε ακόμα η υπήρχε στη ζωή της τώρα κάποιος άλλος και θα έπρεπε να την αφήσει να συνεχίσει την ζωή της αφού υπήρχε άλλος… «Μα Domingo τι έχεις; Γιατί δεν με φιλάς όπως παλιά τι συμβαίνει;» «Χμμ!! Είμαι απλά κουρασμένος τίποτα άλλο θα μου περάσει» όμως η Σοφία είχε καταλάβει ότι κάτι άλλαξε στον Domingo δεν ήταν ο ίδιος όπως παλιά που την φιλούσε με πάθος και ήταν ευτυχισμένος κοντά της, αποφάσισε να τον ρωτήσει γιατί άλλαξε έτσι. Εκείνος με ένα μελαγχολικό βλέμμα της είπε αυτά που είδε και η Σοφία άρχισε να γέλα «Ωωωω!! Θεέ μου τώρα καταλαβαίνω, αυτός ήταν ένας πρώην φίλος που με αγαπούσε όμως ήρθε για τελευταία φορά να με αποχαιρετήσει μ’ένα φιλί, έτυχε όμως να το δεις, σου λέω όμως ότι δεν έχω κάτι μαζί του, εσένα αγαπώ μονό εσένα Domingo!» και τον φίλησε με πάθος στο στόμα για να του αποδείξει ότι λέει αλήθεια.

Αμέσως ένα μεγάλο χαμόγελο ανακούφισης έκανε τον νεαρό άντρα και πάλι χαρούμενο «…Να΄ξερες πόσο στεναχωρήθηκα όταν σε είδα κυρίως να σε φιλάει…» είπε ο Domingo, «Όμως τώρα πια ξέρω ότι μ’αγαπάς…» «Tι έκανες στο νησί βρήκες τους δικούς σου ανθρώπους…;» Ένα ρίγος διαπέρασε τον Domingo στο άκουσμα αυτό για τους δικούς του ανθρώπους «Ναι, βρήκα την αδερφή μου τη Μαρία. Αύριο θα πάω στην πόλη να κανονίσω, έχω ένα φίλο που μπορεί να μας βγάλει απ’την χώρα έναντι μιας αμοιβής, θα πάρω και την Μαρία και θα πάμε στις HΠΑ εκεί θα ξεκινήσουμε μια καινούργια ζωή. Στην αρχή θα ταλαιπωρηθούμε όμως ελπίζω ότι το μέλλον όλων μας θα είναι καλύτερο. Η ΑΜΕΡΙΚΗ είναι χώρα των ευκαιριών. Αν όλα πάνε καλά τουλάχιστον τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερες μέρες απ’ότι εμείς.»

Αυτά τα λόγια εμψύχωσαν τους δυο νέους και έτσι τώρα πια έλπιζαν σ’ένα καλύτερο αύριο… οι προσδοκίες κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει με αξιοπρέπεια σ’ένα κόσμο φτιαγμένο για τους λίγους και ισχυρούς, που για να αναρριχηθείς στην κοινωνία δεν αρκεί να είσαι έντιμος και ν’αγωνίζεσαι αλλά να διεκδικείς μ’ένα τρόπο που σου επιβάλλουν αυτοί και όταν το κάνεις σε κατηγορούν ότι είσαι παράνομος ενώ οι ίδιοι με τα «μέσα» που διαθέτουν είναι ανέγγιχτοι απ’το νόμο και εννοώ φυσικά τις δομές της κοινωνίας που υπάρχουν απ’τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και σήμερα που γράφω αυτές τις λέξεις.

Έτσι λοιπόν την επόμενη μέρα ο νεαρός άντρας με μια ελπίδα και ένα όνειρο ξεκίνησε ένα αγώνα να φύγει μακρυά απ’την χώρα των ανισοτήτων και να πάει εκεί που όλοι μιλάν για το ΑMERICAN DREAM (Αμερικάνικο όνειρο). Έτσι και έγινε μόλις τακτοποίησε τις εκκρεμότητες αυτές ο Domingo για μια ακόμα φορά έπρεπε να πάει στο νησί για να πάρει την αδελφή του, όμως για κακή του τύχη όταν ήταν στην πόλη κι έψαχνε να βρει τον άνθρωπο που θα τον βοηθούσε κάποιος απ’το παρελθόν του στη πόλη τον αναγνώρισε και δεν άργησε να γίνει και πάλι στόχος της μαφίας που τον κυνήγησε την τελευταία φορά. Όταν λοιπόν ξεκίνησε για το νησί στο λιμάνι τον περίμενε η δυσάρεστη γι’αυτόν εμφάνιση των μπράβων «ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ… Χαχαχαχα!!! Πουλάκι μου σε θέλει το αφεντικό έχετε κάποιες εκκρεμότητες να συζητήσετε μαζί πρέπει να έρθεις» του είπαν οι μπράβοι, ο Domingo βλέποντας ότι αν αντιδρούσε θα τον σκότωναν δεν είχε άλλη λύση κι έτσι τους ακολούθησε περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να τους ξεφύγει εκείνο όμως που τον ένοιαζε πιο πολύ ήταν να μην μάθουν για τους δικούς του και τότε θα ήταν πιο δύσκολη η κατάσταση γι’αυτόν.

Μπήκε στο αμάξι που είχαν και πήγε στο μέρος όπου τον περίμενε το αφεντικό των μπράβων. «Ωωωω!! Καλώς τον αγαπημένο φίλο που με πρόδωσε φεύγοντας» είπε ο αρχιμαφιόζος. Ένας άντρας γύρω στα πενήντα με παραπανίσια κιλά και με ένα βλέμμα άγριο λόγο της δουλειάς της νύχτας. Βλέπετε κάθε άνθρωπος ανάλογα με τη δουλειά που κάνει αυτή αποτυπώνετε με ρυτίδες έκφρασης στο πρόσωπο του. Ένας νονός της νύχτας, μαφιόζος με παρανομίες και δολοφονίες ανθρώπων που δεν έκαναν αυτό που τους επέβαλλε… δια της βίας πάντα… Ο Domingo κοντοστάθηκε κοιτώντας τον προσεκτικά κι μετά του είπε «Δεν σας πρόδωσα σε κανέναν το μόνο που έκανα ήθελα να ξεφύγω απ’την ζωή αυτή γι’αυτό έφυγα…» είπε στον νονό. «Ναι όμως ξέρεις τι σου είχαμε πει απ’την αρχή αν έρθεις μαζί μας δεν θα μπορείς να φύγεις μετά όμως εσύ έφυγες Domingo… και χωρίς να πεις τίποτα σε κανέναν, σε είχαμε για νεκρό όμως για κακή σου τύχη και καλή σε εμάς σε ξαναβρήκαμε, τώρα όμως θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξαναφύγεις κι εγώ θα τα ξεχάσω όλα… τι λες λοιπόν Domingo δέχεσαι;» κοντοστάθηκε για λίγο ο νέος και βλέποντας ότι δεν είχε άλλη λύση δέχτηκε αυτά που του είπε ο νονός της μαφίας. Όταν άκουσε ότι δέχεται ο Domingo να μείνει ξανά μαζί τους χάρηκε ο μαφιόζος γιατί ο Domingo ήταν το πρωτοπαλίκαρο του, έφερνε σε πέρας κάθε «δουλειά» που του ανάθεταν και γι’αυτό τον είχε αδυναμία το αφεντικό και δεν τον σκότωσε θέλοντας να του κλείσει το στόμα για πάντα. Ήξερε ότι θα κέρδιζε περισσότερα απ’τον νέο ζωντανό παρά νεκρό και αυτό ήταν μια καινούργια ευκαιρία για τον νέο να ξεφύγει για πάντα.

Είχε κανονίσει τα πάντα, τώρα το μόνο που έμενε ήταν να βρει τρόπο να τους ξεφύγει πάλι… αυτό θα τον βασάνιζε απ’εδώ και στο εξής και θα έπρεπε να προσέχει πολύ γιατί δεν θα είχε άλλη ευκαιρία ξανά, αυτό το ήξερε πολύ καλά ήταν η τελευταία του κι έτσι σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει. Τώρα οι μαφιόζοι τον παρακολουθούσαν σε κάθε του βήμα ακόμα πιο στενά και δεν θα ήταν εύκολο να ξεφύγει, αυτό το ήξερε ο Domingo. Αποφάσισε λοιπόν να δώσει κάποια χρήματα που είχε μαζέψει σ’ένα φίλο του να τον καλύψει, εκείνος αρχικά δέχτηκε και πήρε τα χρήματα όμως τα λόγια ενός μαφιόζου πιστού στη μαφία δεν είναι να τα εμπιστεύεσαι όμως δεν είχε άλλη λύση ο Domingo έπρεπε να τον εμπιστευθεί κι αν ακόμα δεν τα κατάφερνε θα έσωζε την κοπέλα και την αδελφή του σκέφτηκε… Έφυγε λοιπόν ένα βράδυ αργά τη νύχτα αφού τον κάλυπτε ο άνθρωπος που είχε πληρώσει κι πήρε την Μαρία απ’το νησί και την έφερε στην πόλη στη κοπέλα του χωρίς να της πει ότι τον ανακάλυψε ξανά το αμαρτωλό παρελθόν του γιατί δεν ήθελε να την φοβίσει.

Εκείνο που τον έδινε δύναμη να συνεχίζει ήταν η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή αν τα κατάφερναν να ξεφύγουν απ’την φτώχεια και την μιζέρια της χώρας όπου ζούσαν και που οι άνθρωποι αγωνίζονταν μέσα σε δύσκολες συνθήκες να ζήσουν κι ενίοτε παρανομούσαν για να βγάλουν κάποια χρήματα για να επιβιώσουν έτσι συμβαίνει σε χώρες όπου δεν υπάρχουν αξιοκρατία και δικαιοσύνη για τους πολλούς αλλά για τους λίγους έχοντες. Αυτά συνέβαιναν λοιπόν τότε όπως και σήμερα στο Μεξικό μια χώρα όπου η φτώχεια και η ένδεια είναι διάχυτη παντού και η μαφία βρίσκετε παντού ως διαφθορά ακόμα και σε κρατικές δομές όπως η αστυνομία, γι’αυτό πολλοί πολίτες θέλουν να ξεφύγουν στις ΗΠΑ και περνούν τα σύνορα παράνομα για μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή, έτσι λοιπόν σκεφτόταν και ο Domingo όπως και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν που κάνουν το ίδιο ακόμα και σήμερα.

Ο Domingo λοιπόν έφερε την αδελφή του και είπε σ’αυτήν και στην κοπέλα του να περιμένουν πότε θα τους πει να φύγουν, μόλις θα έβρισκε τρόπο να ξεφύγουν όλοι μαζί για τελευταία φορά. Οι μέρες περνούσαν ώσπου βρέθηκε η κατάλληλη γι’αυτούς ευκαιρία. Σε λίγες μέρες θα γινόταν η γιορτή των ΝΕΚΡΩΝ και στην πόλη θα γινόταν μεγάλη οχλαγωγία απ’τον πολύ κόσμο, αυτή πίστευαν θα’ταν μια καλή ευκαιρία να φύγουν χωρίς να τους αντιληφθούν. Έτσι αποφάσισαν όλοι μαζί. Μόλις ξεκίνησε η γιορτή ήρθε στην πόλη κόσμος πολύς και το επόμενο βράδυ που ήταν όλοι κουρασμένοι απ’τη γιορτή ξεκίνησαν να φύγουν κρυφά. Μόλις έφτασαν στο λιμάνι γεμάτοι αγωνιά κυρίως ο Domingo ο οποίος ίδρωνε συνεχώς μήπως και τους ανακαλύψουν κάτι που επιμελώς έκρυβε απ’τους δικούς του μη θέλοντας να τους φοβίσει, περίμεναν μέσα σ’ένα παλιό φορτηγό το οποίο ήταν καλυμμένο και περίμεναν τον άνθρωπο που θα τους έπαιρνε στο καράβι. Μόλις ήρθε εκείνος μια ανακούφιση αισθάνθηκε ο Domingo ότι επιτέλους όλη η ταλαιπωρία τους θα τελείωνε. Πήρε τις γυναίκες ο άνθρωπος αυτός πρώτα στο καράβι όταν όμως πήγε ν’ανέβει και ο Domingo ένας πυροβολισμός ακούστηκε κι ο Domingo ένιωσε μια σφαίρα να τον τρυπά στο στήθος. Αιμόφυρτος προσπάθησε να συρθεί όμως μια δεύτερη σφαίρα τον χτύπησε ξανά αφήνοντας τον νεκρό. Οι δικοί του έφυγαν χωρίς εκείνον και αυτός έμεινε για πάντα πίσω. Ο άνθρωπος που εμπιστεύθηκε τον πρόδωσε στη μαφία. Αυτό ήταν το τέλος για τον νέο Domingo έναν άνθρωπο που προσπάθησε στην ζωή να πετύχει αλλά το παρελθόν του δεν τον άφησε να ζήσει ελεύθερος.

 
Δίας

Δίας

Δημιουργήσαμε αυτόν τον ιστότοπο με αγάπη και διάθεση να προσφέρουμε σε όλους εσάς που ψάχνετε κάτι "διαφορετικό" με πολλή δόση αισθησιασμού ξεφεύγοντας απ'τα καθημερινά πρότυπα... Αλλά και ιστορίες διαφορετικές, με πολλή δόση μυστηρίου...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *